- πάγαρχος
- πᾱγαρχ-ος, ὁ,A = παγάρχης, ib.68.10 (pl., vi A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάγαρχος — πάγαρχος, ὁ (Α) παγάρχης*, διοικητής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος [ΙΙ] «κώμη» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος] … Dictionary of Greek
παγάρχου — πάγαρχος masc gen sg παγάρχης magister pagi masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγάρχων — πάγαρχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγαρχοι — πάγαρχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγαρχον — πάγαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)